μονάγκων

μονάγκων
μον-άγκων, ωνος, ὁ, mit einem Ellenbogen, eine Maschine, die mit einem anprellenden Arme, ἀγκών, Steine schleuderte

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονάγκων — μονάγκων, ωνος, ὁ (Α) είδος πολεμικής μηχανής η οποία είχε έναν μόνο κινητό αγκώνα, δηλ. έναν μόνον βλητικό κινούμενο μοχλό, ο οποίος στηριζόταν πάνω σε κάθετο στήριγμα και χρησίμευε στην εξακόντιση λίθων ή και εμπρηστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μονάγκωνα — μονάγκων one armed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάγκωνες — μονάγκων one armed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάγκωνος — μονάγκων one armed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”